συναμφότερον

συναμφότερον
συναμφότεροι
both together
masc acc sg
συναμφότεροι
both together
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξυναμφότερον — συναμφότερον , συναμφότεροι both together masc acc sg συναμφότερον , συναμφότεροι both together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναμφότερος — έρα, ον, ΜΑ 1. συν. στον πληθ. συναμφότεροι, αι, α και οι δύο μαζί (α. «τί πωλεῑς σαυτὴν ἢ τὰ ῥόδα ἠὲ συναμφότερα;», Ανθ. Παλ. β. «συναμφοτέρους μοῑρα λάβοι θανάτου», Θέογν.) 2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) τὸ συναμφότερον, τὰ συναμφότερα α)… …   Dictionary of Greek

  • обоѥ — (343) числ. собир. 1. Средн. ед. То и другое: да ѣдѧть же и рыбы и обоѥ брашьно. сочиво же и велиѥ съ маслъмь. УСт XII/XIII, 211; в роли с.: имѣниѥ и крѣпость възносить ср҃дце. ѡбаче обоѥго страхъ г҃нь. (ἀμφότερα) Изб 1076, 166; ѱеѡдоръ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • ԵՐԿԱԽՈՒՄԲ — ( ) NBH 1 0687 Chronological Sequence: Unknown date, 7c, 8c ա. Յերկուց իրաց կամ ի բնութեանց խմբեալ, շարադրեալ, բաղադրեալ, միացեալ. այն է աղաւաղ թարգմանութիւն յն. ձայնիս. συναμφότερον եւ լտ. invicem, utrumque simul այսինքն երկաքանչիւր բնութիւն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”